Η παρούσα μελέτη εξετάζει την έκφραση της δείξης στα ισπανικά, καταλανικά και ελληνικά. Πιο συγκεκριμένα, στόχοι της είναι: α) να περιγράψει και να παρουσιάσει συγκριτικά τις διαφορές ανάμεσα στη χρήση των δεικτικών ρημάτων κίνησης πάω και έρχομαι στις τρεις αυτές γλώσσες, β) να μελετήσει τη χρήση και την κατάκτηση αυτών των ρημάτων στην ελληνική ως ξένη γλώσσα (Γ2) από μαθητές με πρώτη γλώσσα (Γ1) τα ισπανικά ή/και τα καταλανικά. Ειδικότερα, επιθυμεί να εξετάσει κατά πόσον οι συγκεκριμένες διαφορές στη χρήση των δεικτικών ρημάτων θα οδηγήσουν σε περιπτώσεις διαγλωσσικής επίδρασης. Τα ελληνικά και τα καταλανικά επιτρέπουν τη χρήση και των δύο συνομιλητών ως δεικτικών κέντρων, ενώ τα ισπανικά επιτρέπουν μόνο τη χρήση του ομιλητή ως δεικτικού κέντρου. Τα αποτελέσματα τόσο της ποιοτικής όσο και της ποσοτικής ανάλυσης έδειξαν ότι οι συγκεκριμένες διαφορές ανάμεσα στη Γ1 και στη γλώσσα-στόχο μπορούν όντως να αποτελέσουν πηγή διαγλωσσικής επίδρασης, καθώς παρατηρήθηκε ότι οι μαθητές ελληνικών συνήθιζαν να μεταφέρουν τη δομή της Γ1 τους στη Γ2. Το ίδιο αποτέλεσμα αφορούσε και τους διγλώσσους μαθητές καταλανικών-ισπανικών, παρά το γεγονός ότι τα καταλανικά εκφράζουν τη δείξη με τον ίδιο τρόπο όπως τα ελληνικά. Τα ευρήματα της έρευνας ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της θεωρίας «σκέπτεσθαι με σκοπό το ομιλείν» (thinking-for-speaking hypothesis).